- πολύνομος
- -ον, ΜΑμσν.(για τόπο) αυτός που έχει πολλά βοσκοτόπιααρχ.(για ζώα) αυτός που τρώει πολύ, που χρειάζεται πολλή βοσκή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -νόμος* (πρβλ. χρυσό- νομος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυνομώτατον — πολύνομος grazing much masc acc superl sg πολύνομος grazing much neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυνόμων — πολύνομος grazing much masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
πολυνομία — η, Ν η ύπαρξη πολλών νόμων για το ίδιο θέμα ή για θέματα σχετικά, η έλλειψη κωδικοποιημένης νομοθεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύνομος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Ν. Κοριτζά] … Dictionary of Greek